- χρηματολογία
- η1) вымогательство или выжимание, выколачивание денег; 2) стяжательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματολογία — η, Ν 1. είσπραξη χρημάτων με εξαναγκασμό 2. ως κύριο όν. Χρηματολογία αναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία για τη χρηματοδότηση τού απελευθερωτικού Αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
χρηματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρηματολογία. επίρρ... χρηματολογικώς και χρηματολογικά Ν με χρηματολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Επ. Δεληγεώργη] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek